- μελιτόεις
- μελιτόεις, -εσσα, -εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα)γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.)αρχ.1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που έχει γλυκαθεί με μέλι («τὰ δ' ἐπιμήνια μελιτόεσσά ἐστι», Ηρόδ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μελιτόεσσα και μελιτοῡττα (ενν. μᾱζα)γλύκισμα που παρασκευαζόταν από μέλι και αλεύρι και τό προσέφεραν στον Κέρβερο κατά την ταφή τών νεκρών για να τόν καταπραΰνουν («ἐς τῷ χεῑρέ νυν δός μοι μελιτοῡτταν πρότερον», Αριστοφ.)3. (στον Ησύχ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ μελιτοῡς(ενν. πλακοῡς)πίτα με μέλι, μελόπιτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.